αφούντωτος

αφούντωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει φουντώσει ή δεν φούντωσε ακόμη
2. (κυρίως για φυτά) αυτός που δεν έχει ακόμη πυκνό φύλλωμα ή θύσανο, φούντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αφούντωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει πυκνό φύλλωμα: Το δέντρο ήταν ακόμη αφούντωτο. 2. αυτός που δε φούντωσε (για φωτιά, γλέντι κτλ.): Την ώρα εκείνη το γλέντι ήταν αφούντωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”